- επιοίνιος
- ἐπιοίνιος, -ον (Α) [οίνος]αυτός που αναφέρεται στο κρασί, που γίνεται πάνω στο κρασί ή για το κρασί («ἐπιοίνιον ἆθλον», Θέογν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιοίνιον — ἐπιοίνιος at masc/fem acc sg ἐπιοίνιος at neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)